προκαταρκτικά

προκαταρκτικά
προκαταρκτικός
initial
neut nom/voc/acc pl
προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός
initial
fem nom/voc/acc dual
προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός
initial
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προκαταρκτικάς — προκαταρκτικά̱ς , προκαταρκτικός initial fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • προαναφθέγγομαι — ΜΑ λέγω προκαταρκτικά ως πρόλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναφθέγγομαι «αναφωνώ, φωνάζω δυνατά»] …   Dictionary of Greek

  • προασκώ — προασκῶ, έω, ΝΑ ασκώ κάποιον προκαταρκτικά, προγυμνάζω …   Dictionary of Greek

  • προδιαλέγω — Α 1. συζητώ προηγουμένως 2. (μέσ. με παθ. αορ.) προδιαλέγομαι διαλέγομαι, συζητώ κάτι εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («βούλομαι οὖν προδιαλεχθῆναι περί τ ἐμαυτοῡ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.) 3. μέσ. (κατ ευφ.) συνουσιάζομαι.… …   Dictionary of Greek

  • προεισαγωγικός — ή, ό / προεισαγωγικός, ή, όν, ΝΑ [προεισαγωγή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή νεοελλ. προκαταρκτικός («προεισαγωγική ανάκριση»). επίρρ... προεισαγωγικώς και προεισαγωγικά Ν 1. με τη μορφή προεισαγωγής 2. προκαταρκτικά …   Dictionary of Greek

  • προεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. εκθέτω ή κοινοποιώ προηγουμένως κάτι 2. εκθέτω προκαταρκτικά κάτι («τὰ ἐν τοῑς ἔπεσι τούτοις ζητούμενα προεκθεμένους», Στράβ.) 3. οικοδομώ, κτίζω προέκταση 4. μέσ. προεκτίθεμαι προπαρασκευάζω …   Dictionary of Greek

  • προκρίνω — ΝΜΑ 1. εκλέγω κατά προτίμηση, επιλέγω μεταξύ πολλών («ἐκ πάντων σφέας προκρίνας Ἑλλήνων αἱρέετο φίλους», Ηρόδ.) 2. κρίνω εκ τών προτέρων, προαποφασίζω νεοελλ. αναδεικνύω προκαταρκτικά, πριν από την οριστική κρίση («προκρίθηκαν πέντε για τον… …   Dictionary of Greek

  • προκριματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή συντελεί ή αποβλέπει στον σχηματισμό προκαταρκτικής κρίσης 2. φρ. α) «προκριματικοί αγώνες» (αθλ.) αγώνες που γίνονται προκαταρκτικά για την ανάδειξη εκείνων που πρόκειται να συμμετάσχουν στους τελικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”